- αδαμιαίος
- αία, ον уст. адамов;
εν αδαμιαία περιβολή — в костюме Адама
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εν αδαμιαία περιβολή — в костюме Адама
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδαμιαίος — α, ο (Α ἀδαμιαῑος, α, ον) [Ἀδάμ] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτική γύμνια όπως τού Αδάμ («αδαμιαία περιβολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στον Αδάμ, κατά συνέπεια ο ανθρώπινος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀδαμιαῑοι το γένος, οι … Dictionary of Greek
αδαμιαίος — α, ο αυτός που έχει τους τρόπους ή την εμφάνιση του Αδάμ, γυμνός, κυρίως στη φράση: Με αδαμιαία περιβολή (δηλ. γυμνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)